- γατιάζω
- αμετ. ощетиниться (перен. );
γατιάζω από το κακό μου — прийти в ярость
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γατιάζω από το κακό μου — прийти в ярость
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γατιάζω — και γατσιάζω και κατσιάζω [γατί, γατσί, κατσί] 1. (αμτβ. για πρόσ. και ζώα) χάνω τη ζωηρότητά μου, αδυνατίζω 2. αγριεύω σαν τη γάτα … Dictionary of Greek